τριέλιξ
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
ῐκος, ἡ, triple wreath, Chaerem.7 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
τριέλιξ: ῐκος, ἡ, τρίπλοκος, κισσῷ τε ναρκίσσῳ τε τριέλικας κύκλῳ στεφάνων ἑλικτῶν Ἀθήν. 679F, ἀμφίβ.
Greek Monolingual
-ικος, ή Α
αυτή που έχει τυλιχθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἕλιξ, ἡ, «έλικας» (πρβλ. τετραέλιξ)].
German (Pape)
ικος, = τριέλικτος, Chaerem. bei Ath. XV.679e.