σκιωτός

From LSJ
Revision as of 15:09, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐωτός Medium diacritics: σκιωτός Low diacritics: σκιωτός Capitals: ΣΚΙΩΤΟΣ
Transliteration A: skiōtós Transliteration B: skiōtos Transliteration C: skiotos Beta Code: skiwto/s

English (LSJ)

ή, όν, striped, cf. σκιά; σ. ζώνη Peripl.M.Rubr.24, cf. POxy.921.15 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 900] beschattet, schattirt, ζῶναι, Arr. Peripl. erythr.

Greek (Liddell-Scott)

σκιωτός: -ή, -όν, (σκιόω) ἔχων σκιάν, σκ. ζώνη, ἔχουσα γραμμὰς μὲ χρώματα κατὰ μικρὸν προσεγγίζοντα ἀλλήλοις καὶ μεταπίπτοντα εἰς ἄλληλα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που σχηματίζει σκιές
2. φρ. «σκιωτὴ ζώνη» — ζώνη που έχει γραμμές με χρώματα παραπλήσια, τα οποία μεταπίπτουν το ένα προς το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αυλακωτός)].