πεκτέω
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
(πέκω) shear, clip, πεκτεῖν… προβάτων πόκον Ar.Av.714:—Pass., πεκτέομαι, πεκτοῦμαι to be shorn, metaph., of persons, πεκτούμενος Id.Lys.685.
German (Pape)
[Seite 547] = πέκω, kämmen, scheeren, πεκτεῖν πόκον προβάτων, Ar. Av. 714, u. pass., Lys. 685.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. πέκω.
Étymologie: *πεκτός de πέκω.
Greek Monotonic
πεκτέω: κουρεύω, ψαλιδίζω, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεκτέω [πέκω] scheren, overdr.. ποιήσω... βωστρεῖν σ’ ἐγὼ πεκτούμενον ik zal zorgen dat je het uitgilt als je klappen krijgt Aristoph. Lys. 685.
Russian (Dvoretsky)
πεκτέω: (= πέκω) стричь (προβάτων πόκον Arph.).