νεκροάρτης
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ου, ὁ, = νεκρεπάρτης, AJP34.448 (Egypt).
Greek Monolingual
νεκροάρτης, ὁ (Α)
νεκρεπάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -άρτης (< θ. -αρ- του αἴρω «σηκώνω» πρβλ. μελλ. ἀρῶ), πρβλ. λιθάρτης, πυλάρτης].