οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Full diacritics: πᾰλίδορκος | Medium diacritics: παλίδορκος | Low diacritics: παλίδορκος | Capitals: ΠΑΛΙΔΟΡΚΟΣ |
Transliteration A: palídorkos | Transliteration B: palidorkos | Transliteration C: palidorkos | Beta Code: pali/dorkos |
[ῐ], ον, looking back, cj. in Alcm.145.
πᾰλίδορκος: -ον, ὁ ὀπίσω βλέπων, Ἀλκμάν 139.
παλίδορκος, -ον (Α)
(πιθ. γρφ.) αυτός που βλέπει προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -δορκος (< δέρκομαι «βλέπω», πρβλ. δέδορκα), πρβλ. οξύδορκος].