σχοινότονος

From LSJ
Revision as of 11:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινότονος Medium diacritics: σχοινότονος Low diacritics: σχοινότονος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: schoinótonos Transliteration B: schoinotonos Transliteration C: schoinotonos Beta Code: sxoino/tonos

English (LSJ)

ον, stretched with rushes or cords, δίφρος Hp.Steril.230.

German (Pape)

[Seite 1057] mit Binsen, Stricken bespannt, δίφρος, mit Binsen überflochtener Stuhl, κλίνη, ein Gurtenbett, dessen Boden mit Stricken bespannt ist, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινότονος: -ον, πεπλεγμένος διὰ τεταμένων σχοίνων ἢ σχοινίων, σχοινόπλεκτος, δίφρος Ἱππ. 682. 26.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από τεντωμένα σχοινιάσχοινότονος δίφρος», Ιποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -τόνος (< τόνος (< τείνω), πρβλ. ἱστότονος].