συκοπέδιλος

From LSJ
Revision as of 11:49, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοπέδῑλος Medium diacritics: συκοπέδιλος Low diacritics: συκοπέδιλος Capitals: ΣΥΚΟΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: sykopédilos Transliteration B: sykopedilos Transliteration C: sykopedilos Beta Code: sukope/dilos

English (LSJ)

ὁ, fig-sandaled, a parody on Homer's χρυσοπέδιλος, with a play on συκοφάντης, Cratin.69.

German (Pape)

[Seite 973] ὁ, nach dem homerischen χρυσοπέδιλος gebildet, eigtl. der in Sykophantenfohlen geht, = συκοφάντης, Ar. Equ. 527.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοπέδῑλος: шутл. (по созвучию с χρυσοπέδιλος) с фигами у пят, т. е. занимающийся доносами Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοπέδῑλος: ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, παρῳδία τοῦ Ὁμηρικοῦ χρυσοπέδιλος, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συκοφάντης, Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως παρωδία της ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνοπέδιλος].