φιλόλυπος

From LSJ
Revision as of 12:00, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόλῡπος Medium diacritics: φιλόλυπος Low diacritics: φιλόλυπος Capitals: ΦΙΛΟΛΥΠΟΣ
Transliteration A: philólypos Transliteration B: philolypos Transliteration C: filolypos Beta Code: filo/lupos

English (LSJ)

ον, fond of pain, Plu.2.600c.

German (Pape)

[Seite 1282] die Trauer liebend, gern trauernd, Plut. de exil. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la tristesse.
Étymologie: φίλος, λύπη.

Russian (Dvoretsky)

φιλόλῡπος: склонный к печали Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόλῡπος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ λυπῆται, Πλούτ. 2. 600C· τὸ φιλόλυπον καὶ φιλόθρηνον ὡς ἀγενὲς παραιτούμενοι Βασίλ. τ. 1, σ. 361Α, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από το αίσθημα της λύπης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόλυπον
τάση για λύπη, μελαγχολική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. παυσίλυπος].