ὑπίχνιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπίχνιος Medium diacritics: ὑπίχνιος Low diacritics: υπίχνιος Capitals: ΥΠΙΧΝΙΟΣ
Transliteration A: hypíchnios Transliteration B: hypichnios Transliteration C: ypichnios Beta Code: u(pi/xnios

English (LSJ)

ον, under the foot, ἕλκος Q.S.9.383.

German (Pape)

[Seite 1207] unter dem Fuße, ἕλκος Qu. Sm. 9, 383, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπίχνιος: -ον, ὑπὸ τὸν πόδα, ἐν τῷ πέλματι ὡς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος ἀέξετο (διορθ. ὑπ’ ἰχνίου) Κόϊντ. Σμ. 9. 383, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 539D.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που βρίσκεται κάτω από το πέλμα, που τον πατάει κανείς («γῆ ὑπίχνιος», Μαξ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στο πέλμαἕλκος ὑπίχνιον», Κόιντ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. ἐνίχνιος].