Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐρύστομος

From LSJ
Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύστομος Medium diacritics: εὐρύστομος Low diacritics: ευρύστομος Capitals: ΕΥΡΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: eurýstomos Transliteration B: eurystomos Transliteration C: evrystomos Beta Code: eu)ru/stomos

English (LSJ)

ον, widemouthed, μῆτραι Hp.Mul.1.48, cf. X.Eq.10.10, Ath.10.453a.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breitem Munde, weiter Öffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; κλίβανος Strab. XVI, 754.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à large bouche;
2 à large ouverture.
Étymologie: εὐρύς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύστομος: досл. широкоротый, перен. с широким отверстием или просветом (sc. δακτύλιοι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύστομος: -ον, ἔχων εὐρὺ στόμα, Ἱππ. 609, 12, Ξεν. Ἱππ. 10. 10, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύστομος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο
νεοελλ.
1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο
2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος
γένος κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae
μσν.-αρχ.
αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφίστομος, ελευθερόστομος).

Greek Monotonic

εὐρύστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει μεγάλο στόμα ή στόμιο, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐρύ-στομος, ον στόμα
wide-mouthed, Xen., etc.