ἀνάκτωρ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ορος, ὁ, = ἄναξ, of gods, A.Ch.357, E.IT1414: pl., Cerc. 4.36, cf. Ptol.Tetr.122.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
1 soberano, rey, príncipe de dioses πόντου δ' ἀνάκτωρ ... Ποσειδῶν E.IT 1414, ποίους ἐπ' ἀνάκτορας ... ἢ τίνας οὐρανίδας Cerc.2.38, ὑπὸ τὴν τῶν ἀνακτόρων γένεσιν Ptol.Tetr.3.8.3, χθονίων ἔνερθε δαιμόνων ἀνάκτορες SB 8960.2 (I a.C.), de Agamenón en el Hades σεμνότιμος ἀνάκτωρ A.Ch.356
•señor, dueño τὸ κρυφθὲν ... ἀνακτόρων las cosas ocultas por los príncipes S.Fr.757, cf. Hermog.Prog.6.
2 astrol. planeta dominante en un οἶκος Doroth.397.10.
German (Pape)
[Seite 194] ορος, ὁ, Herrscher, Aesch. Ch. 352; πόντου Eur. I. A. 1414 u. sp. D. – Der Kaiser, D. C. 76, 4.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
maître, roi.
Étymologie: ἄναξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκτωρ: ορος ὁ властелин, повелитель Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκτωρ: -ορος, ὁ, = ἄναξ, Αἰσχύλ. Χο. 356, Εὐρ. Ι. Τ. 1414.
Greek Monolingual
ἀνάκτωρ (-ορος), ο (Α)
(για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, εξουσιαστής, κυρίαρχος, άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάσσω.
ΠΑΡ. ἀνάκτορο(ν)
αρχ.
ἀνακτόριος αρχ.-μσν. ἀνακτορία.
Greek Monotonic
ἀνάκτωρ: -ορος, ὁ = ἄναξ, σε Αισχύλ., Ευρ.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ὁ soberano ref. a Apolo μόλε, κύδιμε μολπῆς ἀ. ven, glorioso soberano del canto P II 85