δημοκόλαξ
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ακος, ὁ, mob-flatterer, D.H.6.60, Luc.Dem.Enc.31.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ
adulador del pueblo πᾶς τύραννος ἐκ δημοκόλακος φύεται D.H.6.60, cf. Luc.Dem.Enc.31, de César, D.C.Epit.Xiph.10.7, de los sofistas, op. πολιτικός Mich.in EN 616.13.
German (Pape)
[Seite 563] ακος, ὁ, Volksschmeichler, Dion. Hal. 6, 60; Luc. Dem. enc. 31.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
flatteur du peuple.
Étymologie: δῆμος, κόλαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοκόλαξ -ακος, ὁ [δῆμος, κόλαξ] vleier van het volk.
Russian (Dvoretsky)
δημοκόλαξ: ᾰκος ὁ льстящий народу Luc.
Greek (Liddell-Scott)
δημοκόλαξ: ὁ, ὁ τὸν δῆμον κολακεύων, Διον.Ἁλ. 6.60, Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ.31.
Greek Monotonic
δημοκόλαξ: ὁ, κόλακας του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή μάζα, τον όχλο, σε Λουκ.