ὀρεωκόμος

From LSJ
Revision as of 09:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεωκόμος Medium diacritics: ὀρεωκόμος Low diacritics: ορεωκόμος Capitals: ΟΡΕΩΚΟΜΟΣ
Transliteration A: oreōkómos Transliteration B: oreōkomos Transliteration C: oreokomos Beta Code: o)rewko/mos

English (LSJ)

A, (ὀρεύς) muleteer, Ar.Th.491,Fr.633,IG22.10B4 (v/iv B. C.), 1673.18 (iv B. C.), Pl.Ly.208b, X.HG5.4.42, Hyp.Lyc.5.—In codd. freq. misspelt ὀρεοκόμος, as in Pl.l.c., Poll.7.183, Hsch.; the latter also cites a form ὀρειοκόμος, which may be an Ep. spelling of ὀρη(ϝ)οκόμος, the older form implied by ὀρεωκόμος.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, = ὀρεοκόμος; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v.l. für ὀρεοκόμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soigne les mulets, muletier.
Étymologie: ὀρεύς, κομέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεωκόμος: v.l. Arph. ὀρεοκόμοςпогонщик мулов Plat., Xen., Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεωκόμος: ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν ἤτοι θεραπεύων τοὺς ὀρέας ἤτοι τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ἐσφαλμένως ὀρεοκόμος, ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ τελευταῖος οὗτος μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.

Greek Monolingual

ὀρεωκόμος και ὀρειοκόμος και ὀρεοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ημιόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, -έως «ημίονος» + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος. Το θεματικό φωνήεν -ω- του τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση της γεν. ὀρέως. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. ὀρειοκόμος είναι πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού ὀρη(F)οκόμος].

Greek Monotonic

ὀρεωκόμος: ὁ (ὀρεύς, κομέω), αυτός που φροντίζει μουλάρια, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

ὀρεω-κόμος, ὁ, ὀρεύς, κομέω
a muleteer, Plat., Xen.