παρωτίδα

From LSJ
Revision as of 14:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

η / παρωτίς, -ίδος, ΝΜΑ
ο μεγαλύτερος από τους σιαλογόνους αδένες, που βρίσκεται εμπρός από το πτερύγιο του αφτιού και πίσω από τον ανιόντα κλάδο του οστού της κάτω γνάθου στα δύο πλάγια του προσώπου
μσν.-αρχ.
λοιμώδης φλεγμονή της παρωτίδας, η παρωτίτιδα
αρχ.
1. ο λοβός του αφτιού
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα στο άκρο του υπερθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωτίς, -ίδος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. μυοσωτίς].