πιάσμα

From LSJ
Revision as of 15:54, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πιάνω και πιάνομαι, το πιάσιμο
2. (για δοχεία) η λαβή, το χερούλι («έσπασε το πιάσμα της κανάτας»)
3. το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος για να λάβει, να πιάσει κάτι, η πιάστρακατεβάζω το τσουκάλι από τη φωτιά με τα πιάσματα»)
4. η παράλυση, η μόνιμη ή παροδική ακινησία ενός μέλους ή σημείου του σώματος, το πιάσιμο («έχει πιάσμα στη μέση»)
5. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) η σύλληψη, η κυοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ- του αορ. έ-πιασ-α του πιάνω + κατάλ. -μα (πρβλ. άλεσμα)].