στραβωμάρα

From LSJ
Revision as of 16:30, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

και στραβομάρα, η, Ν
1. το να είναι κανείς τυφλός
2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια
3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση
4. (ως κατάρα) στραβωμάρα
να πέσεις να τσακιστείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. -άρα (πρβλ. φαγωμάρα)].