φαινόλις

From LSJ
Revision as of 16:42, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαινόλις Medium diacritics: φαινόλις Low diacritics: φαινόλις Capitals: ΦΑΙΝΟΛΙΣ
Transliteration A: phainólis Transliteration B: phainolis Transliteration C: fainolis Beta Code: faino/lis

English (LSJ)

ἡ, (φαίνω) light-bringing, light-giving, ἠώς h.Cer.51, Mosch.4.121; αὔως Sapph.95.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
brillante.
Étymologie: φαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

φαινόλις: ἡ, (φαίνω) ἡ λαμπρά, ἡ φωσφόρος, ἀλλ’ ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... αὔως = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. μαινόλις.

Greek Monolingual

και αιολ. τ. φαίνολις, ἡ, Α
αυτή που φέρνει φως, φωσφόρος («ἀλλ' ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠώς», Ύμν. Δήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επίθημα -όλις, θηλ. του -όλης (πρβλ. μαινόλις)].

Greek Monotonic

φαινόλις: ἡ (φαίνω), αυτή που φέρνει το φως, αστραφτερή, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

φαινόλις, ιος, ἡ, φαίνω
light-bringing, Hhymn.