φουστανέλα
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
η, Ν
1. λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική φούστα, βασικό εξάρτημα της εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς
2. η φούστα τών ευζώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουστάνι + κατάλ. -έλα (πρβλ. πιατέλα) ή, κατ' άλλη άποψη, < ιταλ. fustana, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. fustanella].