φουστανέλα

From LSJ
Revision as of 16:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική φούστα, βασικό εξάρτημα της εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς
2. η φούστα τών ευζώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουστάνι + κατάλ. -έλα (πρβλ. πιατέλα) ή, κατ' άλλη άποψη, < ιταλ. fustana, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. fustanella].