μελάγχολος
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ον, dipped in black bile, ἰοί S.Tr.573.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzer Galle bestrichen, ἰοί, Soph. Trach. 570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enduit d'un fiel noir.
Étymologie: μέλας, χολή.
Russian (Dvoretsky)
μελάγχολος: омоченный в черной желчи (ἰοί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχολος: -ον, (χολὴ) ὁ εἰς μέλαιναν χολὴν βεβαπτισμένος, «βουτημένος», ἰοὶ Σοφ. Τρ. 573.
Greek Monolingual
μελάγχολος, -ον (Α)
(για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χολή (πρβλ. πικρόχολος)].
Greek Monotonic
μελάγχολος: -ον (χολή), βουτηγμένος σε μαύρη χολή, σε Σοφ.