ὠμαλθής

From LSJ
Revision as of 07:10, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμαλθής Medium diacritics: ὠμαλθής Low diacritics: ωμαλθής Capitals: ΩΜΑΛΘΗΣ
Transliteration A: ōmalthḗs Transliteration B: ōmalthēs Transliteration C: omalthis Beta Code: w)malqh/s

English (LSJ)

ές, (ὠμός, ἀλθαίνω) ἕλκος ὠ. a wound scarred over too soon, without healing properly, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμαλθής: -ές, (ὠμός, ἄλθω)· ― ἕλκος ὠμ., ἕλκος ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ προσηκόντως, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυαλθής).