ψήφινος
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ον, perhaps made of marble, λίθινος ἢ ψ. μυροθήκη as expl. of ἀλάβαστρον, AB374: ἀλάβαστρον· μυροθήκη λίθος ψήφινος, Hsch. (λίθινος ἢ ψ. Cyr.): ἀπὸ Ἁρποκράτου ψηφίνου from a marble (statue of) Harpocrates, PMag.Par.1.1074.
German (Pape)
[Seite 1397] von Steinchen gemacht, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ψήφῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων φυσικὴν σύστασιν ψήφου ἢ λιθαρίου, λίθος Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλάβαστρον.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
ψηφιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + κατάλ. -ινος (πρβλ. γήινος)).