εἰστοξεύω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
A shoot arrows at, Hdt.9.49. II ἐστοξεύω βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον = shoot papers attached to arrows into the encampment, D.C.48.25. III metaph., διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται = passion penetrated through the eyes like an arrow into her soul Hld.3.7.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐστοξεύω Hdt.9.49, App.BC 4.121
1 tr. disparar flechas τὴν στρατιὴν ... ἐσακοντίζοντές τε καὶ ἐστοξεύοντες Hdt.l.c., τοὺς ... ἥκοντας ... ἠκροβολίζοντό τε ἀπὸ τῶν τειχῶν καὶ εἰσετόξευον Hld.9.5.6, c. ac. int. διὰ βιβλίων τινῶν ἃ ἐς τὸ στρατόπεδον ἐσετόξευε mediante escritos que lanzaba al campamento (sujetos a las flechas), D.C.48.25.3, en v. pas. ἐχθρῶν ... διὰ τὴν ἐγγύτητα ἐστοξεύεσθαι δυναμένων enemigos que debido a la proximidad podían ser alcanzados por las flechas App.l.c.
2 intr., c. dat. clavarse fig. διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται = la pasión que se clava en las almas a través de los ojos Hld.3.7.5.
German (Pape)
[Seite 746] hineinschießen; Her. 9, 49; D. Cass. 48, 25 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
lancer des flèches dans ou sur.
Étymologie: εἰς, τοξεύω.
Russian (Dvoretsky)
εἰστοξεύω: ион. ἐστοξεύω (во что-л.) пускать стрелы, стрелять (ἐσακοντίζειν καὶ ἐ. Her.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰστοξεύω: ῥίπτω βέλη ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 49. ΙΙ. ἐστ. βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον, ῥίπτω ἔσω δελτία προσηρτημένα εἰς τὰ βέλη, εἰς..., Δίων Κ. 48. 25.
Greek Monolingual
εἰστοξεύω (Α)
1. ρίχνω βέλη εναντίον κάποιου, σημαδεύω
2. ρίχνω κάτι προσαρμοσμένο σε βέλος.
Middle Liddell
fut. σω
to shoot arrows at, Hdt.