αἰκίζομαι

From LSJ
Revision as of 06:55, 21 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

French (Bailly abrégé)

αἰκίζω, Moy. αἰκίζομαι plus us., m. sign. : τινα αἰκίζεσθαι τὰ ἔσχατα XÉN faire subir à qqn les derniers outrages.
Étymologie: contr. att. de ἀεικίζω.

Mantoulidis Etymological

(=βλάπτω, κακομεταχειρίζομαι). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπίθ. αἰκής (α στερητ.+ θ. ϝεικ τοῦ ἔοικα) (=ἄπρεπος, ἀνάρμοστος), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: αἰκία, αἴκισμα (=κάκωση), αἰκισμός, αἰκιστικός, αἰκίστρια.