ὑπέκ

From LSJ
Revision as of 09:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέκ Medium diacritics: ὑπέκ Low diacritics: υπέκ Capitals: ΥΠΕΚ
Transliteration A: hypék Transliteration B: hypek Transliteration C: ypek Beta Code: u(pe/k

English (LSJ)

before a vowel ὑπέξ, (ὑπό, ἐκ) poet. Prep. with genitive, out from under, from beneath, away from, φεύξεσθαι ὑπὲκ κακοῦ = escape from danger; τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται = by little do they escape death, etc., Il. 13.89, 15.628, al.; ὑπὲξ ἁλός A.R.4.933, cf. Q.S.4.402.

German (Pape)

[Seite 1185] und vor Vocalen ὑπέξ, c. gen., darunter heraus, unten hervor; ἵππους λύσασθ' ὑπὲξ ὀχέων Il. 8, 504; φεύγεσκεν ὑπὲκ Τρώων ὀρυμαγδοῦ 17, 461; νεκρὸν ὑπὲκ Τρώων ἔρυσεν 5;81; ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12, 107, u. oft, wie sp. D., μή τις ὑπὲκ κακότητος ἀλύξῃ Ap. Rh. 3, 608, u. sonst. Von Wolf gew. getrennt geschrieben, vgl. Spitzner exc. XVIII, 4.

French (Bailly abrégé)

dev. une voy. ὑπέξ;
prép.
de dessous, du fond de, gén..
Étymologie: ὑπό, ἐκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέκ: и ὑπ᾽ ἐκ, перед гласн. ὑπέξ praep. cum gen. из-под, от: ἵππους λύσαθ᾽ ὑπὲξ ὀχέων Hom. отвяжите от колесниц, т. е. распрягите коней; ἐρύειν τι ὑπέκ τινος μετά τινα Hom. тащить что-л. от кого-л. к кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέκ: πρὸ φωνήεντος ὑπὲξ (ὑπό, ἐκ) ποιητ. πρόθ. μετὰ γεν., ὑποκάτωθεν, κάτωθεν ἔξω, μακρὰν ἀπό τινος, ὑπὲκ κακοῦ, θανάτοιο Ἰλ. Ν. 89, Π. 628, κ. ἀλλ.

English (Autenrieth)

out from under.

Greek Monolingual

και, πριν από φωνήεν, ὑπέξ Α
(ποιητ. τ.) πρόθ. (με γεν.)
1. από κάτω («σκώληκες ὑπὲκ σοροῦ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.)
2. προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπό + ἐκ].

Greek Monotonic

ὑπέκ: πριν από φωνήεν ὑπ-έξ (ὑπό, ἐκ), ποιητ. πρόθ. με γεν., έξω κι από κάτω, από κάτω, μακριά από, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[ὑπό, ἐκ]
poet. prep. with genitive out from under, from beneath, away from, Il.