ἀστρικός
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
ἀστρική, ἀστρικόν, of or concerning the stars, μαντεία Philostr.VA3.41; ἡ ἀστρική = astronomy or astrology, Tz.H.5.270; ἡ ἰδία τινὸς ἀστρική (sc. μοῖρα or εἱμαρμένη) destiny, PMag.Leid.W.14.37; ἀστρικός, ὁ, = ἀστρολόγος, Cat. Cod.Astr.8(4).174.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. astricus Varro Sat.Men.206, 269
I 1basado en las estrellas, sideral μαντεία Philostr.VA 3.41, οἰκονομία Horap.1.13, cf. Varro ll.cc., Eust.Op.264.41.
2 ἀστρικὴ βίβλος tratado de astronomía Sch.Arat.254, cf. Tz.H.12.161, An.Ox.4.24.
II subst.
1 ἡ ἀστρική astronomía Tz.H.5.269, cf. 270
•fig. ἡ ἰδία μου ἀ. mi destino, PMag.13.634.
2 ὁ ἀστρικός astrónomo, Cat.Cod.Astr.8(4).174.
German (Pape)
[Seite 377] zu den Sternen gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρικός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἀστέρων, ὁ εἰς τοὺς ἀστέρας ἀνήκων, Εὐστ. Πονημάτ. 264. 41: ―ἡ ἀστική, ἡ ἀστρονομία ἢ ἀστρολογία, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 270, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀστρικός, -ή, -όν) άστρον
αυτός που έχει σχέση με τ' άστρα ή που προέρχεται απ' αυτά
νεοελλ.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η αστρική
1. η αστρολογία
2. η μοίρα του ανθρώπου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. Ι. το αστρικό
1. το πεπρωμένο, το ριζικό
2. ο αστερισμός, το ζώδιο ενός ανθρώπου
3. η ανεμοθύελλα
4. τα αστρικά
τα στοιχεία της φύσης
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἀστρικός
ο αστρολόγος.