φθισίβροτος

From LSJ
Revision as of 09:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῑσίβροτος Medium diacritics: φθισίβροτος Low diacritics: φθισίβροτος Capitals: ΦΘΙΣΙΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: phthisíbrotos Transliteration B: phthisibrotos Transliteration C: fthisivrotos Beta Code: fqisi/brotos

English (LSJ)

φθισίβροτον, = φθισίμβροτος (φθίω, βροτός) destroying or killing men, μάχη, αἰγίς, Il.13.339, Od.22.297; φθισίβροτος in Epigr. ap. Plu.Lys.22 (sed φθερσίβροτος (q.v.) ap.Paus.3.8.9). [ῑ perhaps metri gr., unless φθεισίβροτος should be read.]

Greek Monolingual

φθισίμβροτος και φθισίβροτος, -ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -(μ)βροτος (< βροτός «θνητός»). Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισί-μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ρίζας του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι-κ.λπ.].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. φθισίμβροτος.

Russian (Dvoretsky)

φθῑσίβροτος: Plut. = φθισίμβροτος.