ὁμολεχής
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁμολεχές, = ὁμόλεκτρος (sharing the same bed, sharing the same wife), v. ὁμογενής II ; — also ὁμόλεχος, Apollon.Soph. Lex. s.v. ἀλόχου, Sch. Th. 7.78, and ὁμόλοχος, Sch. Pi. P. 8.9.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολεχής: -ές, = ὁμόλεκτρος, ἴδε ὁμογενὴς ΙΙ., ― Οἱ τύποι ὁμόλεχος ἐν Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. ἐν λέξει ἀλόχου, ἐν Σχολ. εἰς Θεόκρ. 7. 78, καὶ ὁμόλοχος παρὰ τῷ Σχολ. Πινδ. Π. 8. 9, εἶναι παρὰ τὴν ἀναλογίαν.
Greek Monolingual
ὁμολεχής, -ές (Α)
ομόλεκτρος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινολεχής].