ἐντρανής
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ἐντρανές,
A clear, manifest, PMasp.32.54 (vi A. D.).
II ἐντρανῆ τόνον· ἰσχυρόν, Hsch. (ἐντραγήτονον cod.).
Spanish (DGE)
-ές claro, evidente τρόπος PMasp.32.54 (VI d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρᾱνής: -ές, ἀτενής, ἐν τῷ συγκρ. ἐντρανέστερον, ἀτενέστερον, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 10.
Greek Monolingual
ἐντρανής, -ές (AM) εντρανής
ζωηρός, δυνατός, ισχυρός
μσν.
στενής, στυλωμένος («ἰδὼν 'Ροδάνθην ἐντρανεστέραις κόραις»)
αρχ.
φανερός, πρόδηλος, σαφής, κατηγορηματικός.
επίρρ...
ἐντρανῶς
1. με επιμονή, θαρρετά
2. δυνατά, ζωηρά.
German (Pape)
[ᾱ], = ἔντρανος.