σμήνη
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ἡ,
A f.l. for μήνη in Hdn.Gr.2.923 codd.
II pl.,= τῶν μελισσῶν οἱ κηροδόχοι ἤτοι αἱ θῆκαι, Hsch.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. εσφ. ανάγν. αντί μήνη
2. σμήνος μελισσών
3. (κατά τον Ησύχ. στον πληθ.) αἱ σμῆναι
«τῶν μελισσῶν οἱ κηροδόχοι ἤτοι αἱ θῆκαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].