καταφάνεια

From LSJ
Revision as of 09:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφάνεια Medium diacritics: καταφάνεια Low diacritics: καταφάνεια Capitals: ΚΑΤΑΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: katapháneia Transliteration B: kataphaneia Transliteration C: katafaneia Beta Code: katafa/neia

English (LSJ)

[ᾰν], ἡ,
A clearness, κ. καὶ γαλήνη Plu.2.914f.
II manifestness, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις ib.715f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clarté, transparence.
Étymologie: καταφανής.

German (Pape)

ἡ, Durchsichtigkeit, Plut. qu.nat. 12; Deutlichkeit, παντὸς ἤθους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = ἦθος καταφανὲς ποιεῖ, Symp. 7.10.2.

Russian (Dvoretsky)

καταφάνεια: (φᾰ) ἡ ясность, прозрачность Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καταφάνεια: ἡ, τὸ καθαρῶς φαίνεσθαι, ἐνάργεια, διαφάνεια, διαύγεια, Πλούτ. 2. 914F· διαύγειαν καὶ κ. ταῖς ὄψεσι διδόντες 915F·- σαφήνεια, τὸ κατάδηλον ἤθους καὶ πάθους, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις, = πᾶν ἦθος καταφανὲς ποιεῖν ὁ αὐτ. 715F.

Greek Monolingual

καταφάνεια, ἡ (Α) καταφανής
1. καθαρότητα, διαφάνεια
2. σαφήνεια, ενάργεια.