λιθογνωμικός
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
λιθογνωμική, λιθογνωμικόν, skilful in stones: λ. (sc. βιβλίον), τό, a work on stones, by Philostr., Suid.s.v. Φιλόστρατος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθογνωμικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τοὺς λίθους, γνώμων τῶν λίθων· - λιθογνωμικὸν (δηλ. βιβλίον), τό, σύγγραμμά τι περὶ λίθων, ὑπὸ Φιλοστρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Φιλόστρατος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λιθογνωμικός, -ή, -όν)
αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα
αρχ.
(το ουδ. ως κύρ. όν.) Λιθογνωμικόν
σύγγραμμα του Φιλοστράτου που αναφέρεται στη γνώση των πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί λιθογνωμονικός < λιθ(ο)- + γνωμικός (< γνώμη)].