αὐτάρεσκος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
αὐτάρεσκον, self-satisfied, self-willed, Hsch. s.v. αὐθέκαστος:—also αὐτάρεστος, Id.
Spanish (DGE)
-ον
satisfecho de sí mismo, pagado de sí mismo ὁ τοιοῦτος καὶ αὐθάδης καὶ αὐτάρεσκός ἐστι καὶ ἄπιστος Basil.M.31.1161B, φίλαυτοι καὶ αὐτάρεσκοι Ast.Am.Hom.13.1.3, cf. Hsch.s.u. αὐθέκαστος
•subst. τὸ αὐ. autocomplacencia ἐπιτήρει δὲ καὶ τὸ αὐ. μάλιστα καθ' ἡσυχίαν Nil.M.79.1100B.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάρεσκος: -ον, ἑαυτῷ ἀρέσκων, αὐθαίρετος, αὐθάδης, Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφεσ. 47, 19 ἔκδ. Cotel., Θεόδ. Στουδ. σ. 28, κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 621. Τὸ ῥῆμα αὐταρεσκέω, εἶμαι αὐτάρεσκος, Γεωρ. Παχυμ. Μιχ. Παρακλ. 5. 263D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτάρεσκος, -ον) αρέσκω
ο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτός που αυτοθαυμάζεται
μσν.
εγωιστικός.
German (Pape)
= αὐθάδης, selbstgefällig, selbstgenügsam, Sp., bes. Schol., z.B. Ar. Lys. 1118.
Translations
self-satisfied
Bulgarian: самодоволен; Chinese Mandarin: 自滿/自满, 得意; Danish: selvtilfreds; Dutch: zelfingenomen; Finnish: itsetyytyväinen, omahyväinen; French: suffisant; Georgian: თვითკმაყოფილი; German: selbstzufrieden; Greek: εφησυχασμένος, αυτάρεσκος, ματαιόδοξος, ψωνισμένος, ψώνιο; Ancient Greek: αὐτάρεσκος, αὐτάρεστος, δυσαυχής, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, πέρπερος; Hungarian: önelégült; Japanese: 独り善がり, 自己満足する; Polish: zadowolony z siebie; Russian: самодовольный; Swedish: självbelåten