σάλα
From LSJ
English (LSJ)
v. σάλη. σαλαβάρ· μάγειρος (Lacon.), Hsch. σαλάβη, ἡ, v. σαλάμβη; also σάλαβος, Id.
German (Pape)
[Seite 859] ἡ, Erschütterung, Unruhe, Sorge, Aesch. frg. 432. S. σάλος.
Russian (Dvoretsky)
σάλᾱ: (σᾰ) ἡ дор. = * σάλη.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
1. αίθουσα και, κυρίως, αίθουσα υποδοχής ξένων, σαλόνι
2. μεγάλος χώρος, κατάλληλος για δημόσιες συγκεντρώσεις, λ.χ. συναυλίες, διαλέξεις, συνεστιάσεις, χορό, αθλητικές διοργανώσεις κ.ά. εκδηλώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sala < αρχ. γερμ. sal «σπίτι»].
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σάλη.