κροκόβαπτος
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
κροκόβαπτον, saffron-dyed, dyed in saffron, saffron-colored, saffron-coloured Pers.660.
German (Pape)
[Seite 1511] mit Saffran gefärbt, ποδὸς εὔμαρις Aesch. Pers. 660.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροκόβαπτος -ον [κρόκος, βάπτω] met saffraan geverfd, saffraankleurig.
Russian (Dvoretsky)
κροκόβαπτος: окрашенный в цвет шафрана (εὔμαρις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κροκόβαπτος: -ον, βεβαμμένος διὰ κρόκου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 66.
Greek Monolingual
κροκόβαπτος, -ον (Α)
ο βαμμένος με κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαπτός (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»)].
Greek Monotonic
κροκόβαπτος: -ον, βαμμένος στο χρώμα του κρόκου, σε Αισχύλ.