λαοφθόρος

From LSJ
Revision as of 09:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοφθόρος Medium diacritics: λαοφθόρος Low diacritics: λαοφθόρος Capitals: ΛΑΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: laophthóros Transliteration B: laophthoros Transliteration C: laofthoros Beta Code: laofqo/ros

English (LSJ)

λαοφθόρον, ruining the people, destructive, ruinous c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit ou perd le peuple.
Étymologie: λαός, φθείρω.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοφθόρος: -ον, καταστρέφων τὸν λαόν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Θέογν. 781.

Greek Monolingual

λαοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος, κοσμοφθόρος.

Greek Monotonic

λᾱοφθόρος: (φθείρω), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, καταστρεπτικός, ολέθριος, με γεν., σε Θέογν.

Middle Liddell

φθείρω
ruining the people, destructive, c. gen., Theogn.

German (Pape)

[ᾱ], Volk, Menschen verderbend, vertilgend, στάσις, Theogn. 779.