κοινοβουλευτικός
English (LSJ)
κοινοβουλευτική, κοινοβουλευτικόν, deliberative, Hippod. ap. Stob.4.1.94.
German (Pape)
[Seite 1468] ή, όν, zur gemeinschaftlichen Berathschlagung gehörig, Hippodam. Stob. Floril. 43, 93.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοβουλευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κοινὴν σύσκεψιν, εἰς κοινοβούλιον, Ἱππόδ. παρὰ Στοβ. 248. 39.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κοινοβουλευτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινοβούλιο ή στον κοινοβουλευτισμό («κοινοβουλευτική σύνοδος»)
2. εκείνος πού γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες του κοινοβουλίου και με τις αρχές του κοινοβουλευτισμού ή βρίσκεται σε αντιστοιχία με αυτές («κοινοβουλευτική γλώσσα»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο κοινοβουλευτικός
το μέλος του κοινοβουλίου, ο βουλευτής ή ο γερουσιασατής
4. φρ. α) «κοινοβουλευτικό σύστημα» ή «κοινοβουλευτικό καθεστώς» — πολιτικό σύστημα στο οποίο υπάρχει διάκριση και συνεργασία τών εξουσιών, της νομοθετικής και της εκτελεστικής, και στο οποίο η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη έναντι του κοινοβουλίου το οποίο και της δίνει ψήφο εμπιστοσύνης
β) «κοινοβουλευτική διαδικασία» — η διαδικασία που τηρείται κατά τη λειτουργία του κοινοβουλίου
γ) «κοινοβουλευτική ομάδα» — ομάδα στην οποία ανήκει το σύνολο τών βουλευτών ενός κόμματος και η οποία συγκροτείται για να επιδιώξει την εφαρμογή της πολιτικής του μέσω του κοινοβουλίου
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται σε διάσκεψη και διαβούλευση
2. συμβουλευτικός.
επίρρ...
κοινοβουλευτικώς
με κοινοβουλευτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλευτικός (< βουλεύομαι)].