μεγαλώδυνος

From LSJ
Revision as of 09:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλώδῠνος Medium diacritics: μεγαλώδυνος Low diacritics: μεγαλώδυνος Capitals: ΜΕΓΑΛΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: megalṓdynos Transliteration B: megalōdynos Transliteration C: megalodynos Beta Code: megalw/dunos

English (LSJ)

μεγαλώδυνον, gloss on ἐριώδυνος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 108] Erkl. von ἐριώδυνος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλώδῠνος: -ον, λίαν ὀδυνηρός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐριώδυνος.

Greek Monolingual

μεγαλώδυνος, -ον (Α)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. εριώδυνος) αυτός που προκαλεί μεγάλη οδύνη, πολύ οδυνηρός, πολυώδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + οδύνη. Το -ω- τοὺ τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].