μεγαλώδυνος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
μεγαλώδυνον, gloss on ἐριώδυνος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 108] Erkl. von ἐριώδυνος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλώδῠνος: -ον, λίαν ὀδυνηρός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐριώδυνος.
Greek Monolingual
μεγαλώδυνος, -ον (Α)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. εριώδυνος) αυτός που προκαλεί μεγάλη οδύνη, πολύ οδυνηρός, πολυώδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + οδύνη. Το -ω- τοὺ τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].