παππυλιάζω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
v.l. for ποππυλιάζω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 466] = ποππυλιάζω, Eust. 565, 12.
Greek (Liddell-Scott)
παππυλιάζω: ἀντὶ ποππυλιάζω, «τὸ ποππύζειν καὶ ποππυλιάζειν λέγεται Δωρικῶς. Θεόκριτος· «καὶ ἁδύ τι ποππυλιάσδει»· τινὲς δὲ αὐτὸ παππυλιάσδει γράφουσι» Εὐστ. 565, 12.
Greek Monolingual
Α
βλ. παππυλιάζω.