νειοτομεύς
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
-έως, ὁ, one who breaks up a fallow, AP6.41 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 237] ὁ, der das Brachfeld Schneidende, der Pflug, Agath. 30 (VI, 41).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
charrue.
Étymologie: νειός, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
νειοτομεύς: έως ὁ взрезающий пашню, т. е. плуг Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νειοτομεύς: ὁ (νειός, τέμνω) ὁ τέμνων νειόν, Ἀγαθ. Ἐπιγρ. 30, 1.
Greek Monolingual
νειοτομεύς, -έως, ὁ (Α)
(για το άροτρο) αυτός που οργώνει χέρσα γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + τομεύς (< τέμνω), πρβλ. ιατρο-τομεύς, περι-τομεύς.
Greek Monotonic
νειοτομεύς: ὁ (τέμνω), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.