παρέμμεναι
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
Ep. inf. of πάρειμι (εἰμί sum).
French (Bailly abrégé)
inf. prés. épq. de πάρειμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέμμεναι inf. praes. van 1. πάρειμι.
Russian (Dvoretsky)
παρέμμεναι: эп. inf. к πάρειμι I.
Greek (Liddell-Scott)
παρέμμεναι: Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ πάρειμι (εἰμί).
English (Autenrieth)
see πάρειμ Od. 9.1.
Greek Monotonic
παρέμμεναι: Επικ. αντί -εἶναι, απαρ. του πάρειμι (εἰμί, Λατ. sum).