ὀδωδή
From LSJ
Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast
English (LSJ)
ἡ, smell, scent, AP9.61†, Plu.2.648a.
German (Pape)
[Seite 295] ἡ, Geruch, Duft, Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
odeur.
Étymologie: R. Ὀδ, sentir ; cf. ὄζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀδωδή: ἡ Plut., Anth. = ὀδμή.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδωδή: ἡ, ὀσμή, Ἀνθ. Π. 9. 610, Πλούτ. 2. 642Α.
Greek Monolingual
ὀδωδή, ἡ (Α)
οσμή, μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄδωδα του ὄζω (πρβλ. ὄπωπα: ὀπωπή)].
Greek Monotonic
ὀδωδή: ἡ (ὄζω), οσμή, μυρωδιά, άρωμα, σε Ανθ.