πελιτνός
From LSJ
English (LSJ)
πελιτνή, πελιτνόν, v. πελιδνός.
German (Pape)
[Seite 551] nach den Atticisten att. statt πελιδνός; τῷ χρώματι, Alexis bei Ath. III, 107 d; nach Phot. so auch bei Thuc. zu schreiben.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
livide, plombé.
Étymologie: πελός, cf. πολιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελιτνός -ή -όν, Ion. πελιδνός [~ πολιός, πέλεια] (donker) verkleurd, loodkleurig, 'bont en blauw'..
Russian (Dvoretsky)
πελιτνός: бледно-синий, посиневший (σῶμα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
πελιτνός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. πελιδνός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(αττ. τ.) βλ. πελιδνός.
Greek Monotonic
πελιτνός: -ή, -όν, βλ. πελιδνός.