κάππεσον
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Ep. aor. 2 Act. of καταπίπτω.
German (Pape)
[Seite 1324] ep. = κατέπεσον, aor. II. zu καταπίπτω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel καππεσέτην;
ao.2 poét. de καταπίπτω.
Russian (Dvoretsky)
κάππεσον: эп. (= κατέπεσον) aor. 2 к καταπίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κάππεσον: -ες, ε, Ἐπικ. ἀόρ. β’ τοῦ καταπίπτω, Ὅμ.· «καππετών· καταπεσών, κείμενος» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
see καταπίπτω.
Greek Monotonic
κάππεσον: Επικ. αντί κατέπεσον, αόρ. βʹ του καταπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάππεσον ep. indic. aor. van καταπίπτω.