Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: πίομαι | Medium diacritics: πίομαι | Low diacritics: πίομαι | Capitals: ΠΙΟΜΑΙ |
Transliteration A: píomai | Transliteration B: piomai | Transliteration C: piomai | Beta Code: pi/omai |
v. πίνω.
f. de πίνω.
πίομαι fut. van πίνω.
πίομαι: fut. к πίνω.
πίομαι: ἴδε πίνω.
see πίνω.
πίομαι: μέλ. του πίνω.