ἀϋτέω
English (LSJ)
[ῡ], used by Hom. only in 3 pers. impf., and in Trag. (never in S.) only in pres. and impf.:
A ἠΰτησα Nonn. D. 11.185, Epigr.Gr. 995.7: (αὔω B):—cry, shout, μακρὸν ἀΰτει Il.20.50; καὶ μέγ' ἀΰτει 21.582; κληδὼν ἀϋτεῖ A.Ag.927: c. acc. cogn., τοιαῦτ' ἀϋτῶν Id.Th. 384; ἀΰτει δ' ὀξύ Id.Pers.1058 (lyr.); τί τινι E.El.757, etc.
2 c. acc. pers., call to, ἀΰτει πάντας ἀρίστους Il.11.258; ἀΰτευν Ἄρτεμιν E.Hipp.167 (lyr.); τί Ζῆν' ἀϋτεῖς; why call on Zeus? Ar.Lys.717: c. acc. pers. et inf., E.Rh.668.
3 c. acc. rei, call for, βοὰν ἀ. call for help, Id.Hec.1092 (lyr.).
4 proclaim, c. inf., Man.4.39,428.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰῡ-]
I intr.
1 de anim. gritar, lanzar gritos c. ac. adv. o int. μακρὸν ἀΰτει Il.20.50, μέγ' ἀΰτει Il.21.582, cf. Hes.Sc.309, ἀΰτει δ' ὀξύ A.Pers.1058, ἀυτῶ βοάν E.Hec.1092, τοιαῦτ' ἀϋτῶν A.Th.384, τί χρῆμ' ἀυτεῖς; E.Cyc.669, τοῦτ' αὐτὸς ἠΰτησεν Col.Memn.19.7 (II d.C.), c. dat. de pers. ἠύτεσεν ἔπος ... Μήνῃ Nonn.D.11.185
•c. un pred. del suj. λυγροὶ δὲ ... ὄρνιθες ἀύτεον Q.S.10.266.
2 de cosas resonar como un grito κληδὼν ἀΰτει A.A.927, χαλκὸς ἀΰτει Q.S.1.546, (βέλη) ἠύτησαν Q.S.7.597 (cód.).
II tr.
1 c. ac. de pers. llamar a gritos, convocar ἀΰτει πάντας ἀρίστους Il.11.258, ἑτάρους ἐπὶ μακρὸν ἀΰτει A.R.4.1337
•de divinidades invocar ἀύτευν Ἄρτεμιν E.Hipp.167, τί Ζῆν' ἀυτεῖς; Ar.Lys.717, Φοῖβον ἀύτει A.R.4.1702
•de donde c. ac. de pers. e inf. pedir a gritos ὑμᾶς δ' ἀυτῶ ... κοιμίσαι ξίφη E.Rh.668.
2 c. ac. de abstr. anunciar, comunicar a gritos σφαγὴν ἀυτεῖς τῇδέ (βοῇ) μοι E.El.151
•c. inf. proclamar χρυσοστέπτορας ἄνδρας ἢ ἀρχιερῆας ἀυτεῖ ἔσσεσθαι Man.4.39.
• Etimología: Denom. de αὐτή ‘grito’ q.u.
German (Pape)
[Seite 396] = ἀΰω nur praes. u. impf; rusen, schreien, tönen; Hom. Iliad. 20, 50 μακρὸν ἀύτει; 21, 582 μέγ' ἀύτει; 11, 258 ἀύτει πάντας ἀρίστους; 12, 160 κόρυθες δ' ἀμφ' αὖον ἀύτευν βαλλόμεναι; – Aesch., Eur. u. sp. D.; ἀϋτεῖ Theocr. 24, 37; Ἄρτεμιν, anrufen, Eur. Hipp. 168.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
I. intr. 1 crier, pousser un cri ou des cris;
2 faire du bruit, résonner;
II. tr. 1 émettre en criant : βοὰν ἀ. EUR pousser un cri ; τί τινι EUR signifier qch à qqn;
2 appeler en criant, acc. ; invoquer (une divinité), acc..
Étymologie: ἀϋτή.
Russian (Dvoretsky)
ἀϋτέω: (ῡ)
1 кричать (μέγα Hom. и ὀξύ Aesch.; τινί τι Eur.): βοὰν ἀ. Eur. издавать крики;
2 гудеть, звенеть: αὖον ἀ. Hom. (о доспехах) бряцать, лязгать;
3 звать, призывать (τινα Hom., Eur., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀϋτέω: [ῡ], ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γ΄ προσ. τοῦ παρατ. καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς (οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ.) μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἠΰτησα Νόνν. Δ. 11. 185, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 995. 7, πρβλ. ἐπαϋτέω (αὒω, κραυγάζω). Βοῶ, κράζω μεγάλῃ τῇ φωνῇ, «χουϊάζω», μακρὸν ἀΰτει, «μέγα ἐβόα» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 50· καὶ μέγ᾿ ἀΰτει Φ. 582· κληδὼν ἀϋτεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 927· ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., βοὰν ἀϋτῶ Εὐρ. Ἑκ. 1092· τοιαῦτ᾿ ἀϋτεῖ Αἰσχυλ. Θηβ. 284· ἀϋτεῖ δ᾿ ὀξὺ ὁ αὐτ. Πέρσ. 1059· τί τινι Εὐρ. Ἠλ. 757, κτλ. 2) μετ᾿ αἰτ. προσ., καλῶ, «φωνάζω», ἀΰτει πάντας ἀρίστους Ἰλ. Λ. 258, Εὐρ. Ἱππ. 168· τί Ζῆν ἀϋτεῖς; τὶ ἐπικαλεῖσαι τὸν Δία; Ἀριστοφ. Λυσ. 717· ― μετ᾿ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., ὑμᾶς δ᾿ ἀϋτῶ... κοιμίσαι ξίφη Εὐρ. Ρῆσ. 668. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε ἐν λ. αὗος Ι.
Greek Monotonic
ἀϋτέω: [ῡ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.· (αὔω, κλαίω)·
1. κλαίω, φωνάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· με σύστ. αντ. βοὰν ἀϋτῶ, σε Ευρ.· ἀϋτεῖ δ' ὀξύ, σε Αισχύλ.
2. με αιτ. προσ., καλώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με αιτ. προσ. και απαρ., σε Ευρ.
Frisk Etymological English
ἀϋτή See also: 1. αὔω cry, call
Frisk Etymology German
ἀϋτέω: ἀϋτή
{aütéō}
See also: s. 1. αὔω schreien, rufen.
Page 1,190