στροφεύς

From LSJ
Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφεύς Medium diacritics: στροφεύς Low diacritics: στροφεύς Capitals: ΣΤΡΟΦΕΥΣ
Transliteration A: stropheús Transliteration B: stropheus Transliteration C: strofeys Beta Code: strofeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A vertebra, Poll.2.130.
II socket in which the pivot of a door (cf. στρόφιγξ) moved, Ar.Th.487, Fr.255, Hermipp. 47.9(anap.), Thphr. HP 5.6.4, Kourouniotes Ἐλευσινιακά 1.190 (Eleusis, iv B.C.), IG11(2).287 B 148 (Delos, iii B.C.), Plb.7.16.5.
2 the pivot itself, = στρόφιγξ, ὁ κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς σ. S.E.M.10.54, cf. BGU1201.17 (i B.C./i A.D.), PMag.Osl.1.136, Luc.DMeretr. 12.3.
3 part of a weasel-trap, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 956] έως, ὁ, 1) der Wirbelknochen des Halses u. Rückgrats, Poll. 2, 130. – 2) der Angelhaken, auf dem sich die Thür dreht, Ar. Thesm. 487 (vgl. στρόφιγξ); Pol. sagt διακόπτειν τοὺς στροφεῖς τῶν πυλῶν, 7, 16, 5; Luc. D. Meretr. 12; vgl. S. Emp. adv. phys. 2, 54.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gond de porte.
Étymologie: στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφεύς -έως, ὁ [στρέφω] holte (waarin de deurspil draait). Aristoph. Th. 487. deurspil. Luc. 80.12.3.

Russian (Dvoretsky)

στροφεύς: έως ὁ дверной поворотный крюк, шарнир Arph., Polyb., Luc.

Spanish

quicio

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
βλ. στροφέας.

Greek Monotonic

στροφεύς: -έως, ὁ (στρέφω), υποδοχή, θήκη γύρω από την οποία περιστρέφονταν οι στρόφιγγες της πόρτας (ὁ στρόφιγξ), στρόφιγγα, μεντεσές, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στροφεύς: έως, ὁ, (στρέφω) εἷς τῶν σπονδύλων τοῦ τραχήλου ἢ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Πολυδ. Β΄, 130. ΙΙ. θήκη ἐν ᾗ ὁ στρόφιγξ τῆς θύρας περιεστρέφετο, Ἀριστοφ. Θεσμ. 487, Ἀποσπ. 251, Ἔρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4, Πολύβ. 7. 16, 5.

Middle Liddell

στροφεύς, έως, ὁ, στρέφω
the socket in which the pivot of a door (ὁ στρόφιγξ) moved, Ar.

Léxico de magia

quicio de una puerta λαβὼν ἀνφώδευμα κυνὸς βάλε κα<τὰ> τοῦ στροφέως τῆς θύρας αὐτῶν toma excremento de perro y arrójalo en el quicio de sus puertas P XIII 241 λαβὼν ζμύρναν καὶ λίβανον ἀρσενικὸν βάλε εἰς ποτήριον καὶ ἀρχὴν ὄξους, καὶ ... βαλὼν εἰς τὸν στροφέαν σου τῆς θύρας toma mirra e incienso macho, échalo en una copa junto con una «arché» de vinagre y arrójalo en el quicio de tu puerta P XXXVI 136