τεχνήεις
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
τεχνήεσσα, τεχνήεν, poet. Adj.
A cunningly wrought, δεσμοὶ τεχνήεντες.. Ἡφαίστοιο Od.8.297, cf. Ael. NA1.59 (Comp.); αὐδὴ τεχνήεσσα λίθου Supp.Epigr.1.424 (Halic., v B.C.). Adv. τεχνηέντως artfully, skilfully, Od.5.270.
II of persons, skilful, γυναῖκες ἱστῶν (v.l. -ὸν) τεχνῆσσαι (vulg. τεχνῆσαι, but there is no act. verb τεχνάω) 7.110, cf. Q S.8.296; as epithet of Hephaestus, dub. in Epic.Alex.Adesp.7.11.
German (Pape)
[Seite 1103] εσσα, εν, künstlich gearbeitet, kunstvoll; Od. 8, 297 (vgl. auch τεχνάωἱ); τεχνηέντως, kunstmäßig, Od. 5, 270; sp. D., wie Qu. Sm. 5, 97; οἰκοδομαὶ τεχνηέστεραι, Ael. N. H. 1, 59.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
fait avec art, bien travaillé;
Cp. τεχνηέστερος.
Étymologie: τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
τεχνήεις: ήεσσα, ῆεν искусно сработанный, искусный (δεσμοὶ Ἡφαίστοιο Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τεχνήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἐπίθ., ἐντέχνως εἰργασμένος, ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες ἔχυντο πολύφρονος Ἡφαίστοιο Ὀδ. Θ. 297. ― Ἐπίρρ. τεχνηέντως, μετὰ τέχνης, δεξιῶς, ἐπιδεξίως, αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως Ε. 270. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, γυναῖκες ἱστὸν τεχνῆσσαι (κοινῶς τεχνῆσαι, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ἐνεργ. ῥῆμα τεχνάω). Η. 110, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 2. 296.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: full of art or skill, skilful, Od. 8.297. Contracted pl. nom. fem. τεχνῆσσαι (v.l. τεχνῆσαι, from τεχνάω), Od. 7.110.—Adv., τεχνηέντως, Od. 5.270.
Greek Monolingual
-εσσα, -ήεν, Α·1. αυτός που κατασκευάστηκε έντεχνα
2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος.
επίρρ...
τεχνηέντως ΝΑ
με επιτήδειο, με έντεχνο τρόπο, με τέχνη («αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ. -(ή)εις (βλ. λ. -όεις)].
Greek Monotonic
τεχνήεις: -εσσα, -εν, ποιητ. επίθ.,
I. εντέχνως κατειργασμένος, σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. τεχνηέντως, με τέχνη, με επιδεξιότητα, στο ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, γυναῖκες ἱστὸν τεχνῆσαι (συνηρ. αντί τεχνήεσσαι), επιδέξιες στον αργαλειό, στο ίδ.
Middle Liddell
τεχνήεις, εσσα, εν [from τέχνη
I. cunningly wrought, Od.: —adv. τεχνηέντως, artfully, skilfully, Od.
II. of persons, γυναῖκες ἱστὸν τεχνῆσσαι (contr. from -ήεσσαἰ skilful at the loom. Od.