μήρυμα
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is drawn out: strand of gut, Ph.Bel. 65.33; skein of such strands, Hero Bel.81.14; thread, Poll.7.29; μηρύματα λίθων, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, J.BJ4.8.4; of ship's cordage, Plu.Cic.47; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. Aët.7.53; kink in a string, Hero Aut.2.11.
II a serpent's coil or trail, δολιχῷ μ. γαστρός Nic.Th.160, 265 (μηρύγματι codd., cf. Hsch., Cyr.).
German (Pape)
[Seite 178] τό, = μήρυγμα, bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so κάταγμα οἰός.
French (Bailly abrégé)
mieux que μήρυγμα;
ατος (τό) :
déroulement des fils d'une trame.
Étymologie: μηρύω.
Russian (Dvoretsky)
μήρῡμα: и μήρυγμα, ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων μαλακά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μήρῡμα: τό, κεκλωσμένον πρᾶγμα, κλωστή, Πολυδ. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ σπεῖρα τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς μήρυγμα.
Greek Monolingual
το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) μηρύομαι
νεοελλ.
1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο
2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές
αρχ.
1. καθετί το συνεστραμμένο και ιδίως το σπείρωμα χορδής
2. δέμα συνεστραμμένων χορδών
3. νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές
4. νηματοειδής διάταξη ύλης
5. σχοινιά πλοίου
6. έμβολο σχοινιού
7. σπείρα φιδιού
8. (για χρόνο) έκταση, μήκος.