προτελέω

From LSJ
Revision as of 10:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτελέω Medium diacritics: προτελέω Low diacritics: προτελέω Capitals: ΠΡΟΤΕΛΕΩ
Transliteration A: proteléō Transliteration B: proteleō Transliteration C: proteleo Beta Code: protele/w

English (LSJ)

A pay or expend beforehand, τι ἡμῖν X.An.7.7.25, cf. Ages.1.18; ἀφ' οὗ ἂν π. εἰς τὴν ἀφορμήν Id.Vect.3.9; τι πρὸς τὰς θυσίας Luc.Philops.14: lend, c. dat., Democr.255:—Pass., POxy.279.12 (i A.D.), etc.
II initiate or instruct beforehand, Luc.Rh.Pr.14 (Pass.); ψυχὴ ὥσπερ ἐν ἱεροῖς -τελεῖται Aristid.1.97 J.
III accomplish before, κάθαρσίν τινα Alciphr.2.4; τὰ προτετελεσμένα ἔργα Ph.Byz. Mir.4.5.

German (Pape)

[Seite 791] (s. τελέω), vorher zollen, zahlen; Xen. Ages. 1, 18, οὐδὲν προτελέσαντες οἱ φίλοι αὐτοῦ παμπληθῆ χρήματα ἔλαβον; vgl. Vect. 3, 10; vorher einweihen, einrichten, ἔδει προτελέσαι τι, Luc. Philops. 14; εἰ μὴ προετελέσθης, rhet. praec. 14; a. Sp. – Überh. anfangen, bes. den Unterricht, den Grund dazu legen, Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
payer d'avance ou auparavant : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: πρό, τελέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-τελέω act. vooruit betalen, geld voorschieten. pass. ingewijd worden.

Russian (Dvoretsky)

προτελέω:
1 наперед платить, заранее выплачивать (τινί τι Xen.): οἱ μνᾶν προτελέσαντες Xen. уплатившие ранее одну мину; προτελέσαι τι πρός τι Luc. уплатить что-л. вперед за что-л.;
2 подготовлять, посвящать: προτελεσθῆναι τὰ πρὸ τῆς ῥητορικῆς Luc. быть посвященным в начала риторики.

Greek (Liddell-Scott)

προτελέω: μέλλ. -έσω, πληρώνω ὡς φόρον, καὶ καθόλου πληρώνω ἢ δαπανῶ ἐκ τῶν προτέρων, τινί τι Ξεν. Ἀνάβ. 7. 7, 25, πρβλ. Ἀγησ. 1, 18 ἔκ τινος πρ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 9, Λουκ. Φιλοψ. 14· - πρβλ. προστελέω. ΙΙ. μυῶ ἢ διδάσκω πρότερον, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 14, ἐν τῷ Παθ. ΙΙΙ. ἐκτελῶ πρότερον, κάθαρσίν τινα Ἀλκίφρων 2. 4.

Spanish

consagrar con anterioridad

Greek Monotonic

προτελέω: μέλ. -έσω,
I. πληρώνω ως φόρο αίματος ή φόρο υποτέλειας, και γενικά πληρώνω ή δαπανώ εκ των προτέρων, προκαταβάλλω, τί τινι, σε Ξεν.
II. μυώ αρχικά, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. έσω
I. to pay as toll or tribute, andgenerally to pay or expend beforehand, τί τινι Xen.
II. to initiate or instruct beforehand, Luc.

Léxico de magia

consagrar con anterioridad una capilla τελέσας αὐτὴν τὴν ναόν τῇ κατὰ πάντων τελετῇ <ἀπόθου>, καὶ ἔσται προτετελεσμένη tras consagrar la capilla con la consagración general, guárdala y quedará consagrada con anterioridad P VII 873