περισσωματικός

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσωματικός Medium diacritics: περισσωματικός Low diacritics: περισσωματικός Capitals: ΠΕΡΙΣΣΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perissōmatikós Transliteration B: perissōmatikos Transliteration C: perissomatikos Beta Code: perisswmatiko/s

English (LSJ)

Att. περιττωματικός, ή, όν,
A of the nature of περιττώματα, excretive, excrementitious, ἀπόκρισις Arist.PA 681b36; ὑγρότης Plu.2.130b; π. [μόριον] for excretion, Arist.HA531a29, etc.
2 of persons, abounding in περιττώματα, ib.584a6, Pr. 873a18; σώματα Id.GA766b35 (Comp.); βρέφη Alex.Aphr.Pr.1.2; π. καὶ παχὺς τὴν σάρκα, of a pig, Jul.Or.5.177c.

German (Pape)

[Seite 593] att. -ττωματικός, zum Koth oder Harn, übh. zur Unreinigkeit gehörig, Arist. u. Sp., wie Plut.

Russian (Dvoretsky)

περισσωμᾰτικός: атт. περιττωμᾰτικός 3 физиол.
1 выделительный (ὄργανον Arst.);
2 имеющий обильные выделения Arst.

Greek (Liddell-Scott)

περισσωματικός: μεταγεν. Ἀττ. περιττωματικός, ή, όν, ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῶν περιττωμάτων, ἢ ἀνήκων εἰς αὐτά, ὁ τῶν περιττωμάτων, δι’ οὗ ποιεῖται τὴν ἀπόκρισιν ἢ τὴν σπερματικὴν ἢ τὴν περιττωματικήν, τὴν τῶν περιττωμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 55· π. ὄργανον, πρὸς ἔκκρισιν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἄφθονα περιττώματα, αὐτόθι 7. 4, 3, Πρβλ. 3. 15 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 799C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. περιττωματικός.